- προσεξεύρεσις
- προσεξ-εύρεσις, εως, ἡ,A additional discovery, Plu.2.1135d (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσεξεύρεσις — έσεως, ἡ, Α [προσεξευρίσκω] 1. πρόσθετη, συμπληρωματική εφεύρεση 2. ανακάλυψη … Dictionary of Greek
προσεξευρέσεσιν — προσεξεύρεσις additional discovery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξεύρημα — ήματος, τὸ, Μ [προσεξευρίσκω] η προσεξεύρεσις* … Dictionary of Greek